πάροχος

πάροχος
πάροχος
one who sits beside
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» …   Dictionary of Greek

  • Парохос —    • Πάροχος,          см. Matrimonium, Брак, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • παρόχου — πάροχος one who sits beside masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχους — πάροχος one who sits beside masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχων — πάροχος one who sits beside masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόχῳ — πάροχος one who sits beside masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχε — πάροχος one who sits beside masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχοι — πάροχος one who sits beside masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροχον — πάροχος one who sits beside masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωοπάροχος — η, ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, ον) αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος νεοελλ. εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιο πάροχος, πλουσιο πάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”